ευνή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευνή οι ευνές
      γενική της ευνής των ευνών
    αιτιατική την ευνή τις ευνές
     κλητική ευνή ευνές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευνή < αρχαία ελληνική εὐνή

Ουσιαστικό

ευνή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.