soothe

Αγγλικά (en)

ενεστώτας soothe
γ΄ ενικό ενεστώτα soothes
αόριστος soothed
παθητική μετοχή soothed
ενεργητική μετοχή soothing

Ρήμα

soothe (en)

  1. (μεταβατικό) ησυχάζω, καλμάρω, κάνω κάποιον που είναι ανήσυχος, αναστατωμένος κτλ. να νιώθει πιο ήρεμος
    He soothed the crying baby.
    Ησύχασε το μωρό που κλαίει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη relax
  2. (μεταβατικό) ανακουφίζω έναν πόνο ή ένα βάρος
  3. (αμετάβατο) φέρνω ηρεμία, ανακούφιση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.