καταφυγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταφυγή | οι | καταφυγές |
| γενική | της | καταφυγής | των | καταφυγών |
| αιτιατική | την | καταφυγή | τις | καταφυγές |
| κλητική | καταφυγή | καταφυγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταφυγή < αρχαία ελληνική καταφυγή
Ουσιαστικό
καταφυγή θηλυκό
- η αναζήτηση προστασίας, ασφάλειας ή βοήθειας
- η φαντασία μας συχνά λειτουργεί σαν καταφυγή από τα προβλήματα του πραγματικού κόσμου που μας περιβάλουν
- κάποιος ή κάτι στο οποίο προστρέχει, καταφεύγει κανείς (για αναζήτηση των παραπάνω)
- η καταφυγή του στον τοπικό βουλευτή δεν είχε το το ευεργετικό για αυτήν αποτέλεσμα που ανέμενε
- → δείτε τη λέξη καταφύγιο
Πηγές
- καταφυγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.