καταφρονήτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταφρονήτρα οι καταφρονήτρες
      γενική της καταφρονήτρας των καταφρονητρών
    αιτιατική την καταφρονήτρα τις καταφρονήτρες
     κλητική καταφρονήτρα καταφρονήτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταφρονήτρα < καταφρονη(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρα

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.fɾoˈni.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταφρονήτρα

Ουσιαστικό

καταφρονήτρα θηλυκό

  • (δημοτική, λογοτεχνικό) μορφή του καταφρονήτρια,[1] θηλυκό του καταφρονητής
      Από τις ναυτικές επιχειρήσεις του ελληνικού στόλου ξεχωρίζουν οι καταδρομικές ενέργειες του Κωνσταντίνου Κανάρη. Ο μπουρλοτιέρης από τα Ψαρά πραγματοποίησε πολλές παράτολμες αποστολές, όπως η πυρπόληση της ναυαρχίδας του τουρκικού στόλου, η οποία μάλιστα ονομαζόταν «Μπουρλότα σαϊμάζι» (καταφρονήτρα των πυρπολικών).
    Ιστορία Δ΄ Δημοτικού @ebooks.edu.gr

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε περιφρονητής

Αναφορές

  1. καταφρονήτρια, καταφρονήτρα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.