καταφθάνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταφθάνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταφθάνω < κατα- + φθάνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈfθa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐φθά‐νω
Ρήμα
καταφθάνω, πρτ.: κατέφθασα (χωρίς παθητική φωνή)
- φθάνω κάπου ξαφνικά ή απροειδοποίητα (κι ενίοτε προκαλώντας δυσαρέσκεια σ’ αυτούς που συναντώ)
- φθάνω κάπου στην ώρα μου
- φθάνω κάπου τελευταία στιγμή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταφθάνω | κατέφθανα | θα καταφθάνω | να καταφθάνω | καταφθάνοντας | |
| β' ενικ. | καταφθάνεις | κατέφθανες | θα καταφθάνεις | να καταφθάνεις | κατάφθανε | |
| γ' ενικ. | καταφθάνει | κατέφθανε | θα καταφθάνει | να καταφθάνει | ||
| α' πληθ. | καταφθάνουμε | καταφθάναμε | θα καταφθάνουμε | να καταφθάνουμε | ||
| β' πληθ. | καταφθάνετε | καταφθάνατε | θα καταφθάνετε | να καταφθάνετε | καταφθάνετε | |
| γ' πληθ. | καταφθάνουν(ε) | κατέφθαναν καταφθάναν(ε) |
θα καταφθάνουν(ε) | να καταφθάνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατέφθασα | θα καταφθάσω | να καταφθάσω | καταφθάσει | ||
| β' ενικ. | κατέφθασες | θα καταφθάσεις | να καταφθάσεις | κατάφθασε | ||
| γ' ενικ. | κατέφθασε | θα καταφθάσει | να καταφθάσει | |||
| α' πληθ. | καταφθάσαμε | θα καταφθάσουμε | να καταφθάσουμε | |||
| β' πληθ. | καταφθάσατε | θα καταφθάσετε | να καταφθάσετε | καταφθάστε | ||
| γ' πληθ. | κατέφθασαν καταφθάσαν(ε) |
θα καταφθάσουν(ε) | να καταφθάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καταφθάσει | είχα καταφθάσει | θα έχω καταφθάσει | να έχω καταφθάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καταφθάσει | είχες καταφθάσει | θα έχεις καταφθάσει | να έχεις καταφθάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καταφθάσει | είχε καταφθάσει | θα έχει καταφθάσει | να έχει καταφθάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταφθάσει | είχαμε καταφθάσει | θα έχουμε καταφθάσει | να έχουμε καταφθάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καταφθάσει | είχατε καταφθάσει | θα έχετε καταφθάσει | να έχετε καταφθάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταφθάσει | είχαν καταφθάσει | θα έχουν καταφθάσει | να έχουν καταφθάσει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- καταφθάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταφθάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.