καταφτάνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταφτάνω < καταφθάνω με προσαρμογή στη δημοτική [fθ] > [ft][1] όπως ο τύπος μεσαιωνική ελληνική καταφτάνω < ελληνιστική κοινή καταφθάνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈfta.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐φτά‐νω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταφτάνω | κατέφτανα | θα καταφτάνω | να καταφτάνω | καταφτάνοντας | |
| β' ενικ. | καταφτάνεις | κατέφτανες | θα καταφτάνεις | να καταφτάνεις | κατάφτανε | |
| γ' ενικ. | καταφτάνει | κατέφτανε | θα καταφτάνει | να καταφτάνει | ||
| α' πληθ. | καταφτάνουμε | καταφτάναμε | θα καταφτάνουμε | να καταφτάνουμε | ||
| β' πληθ. | καταφτάνετε | καταφτάνατε | θα καταφτάνετε | να καταφτάνετε | καταφτάνετε | |
| γ' πληθ. | καταφτάνουν(ε) | κατέφταναν καταφτάναν(ε) |
θα καταφτάνουν(ε) | να καταφτάνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατέφτασα | θα καταφτάσω | να καταφτάσω | καταφτάσει | ||
| β' ενικ. | κατέφτασες | θα καταφτάσεις | να καταφτάσεις | κατάφτασε | ||
| γ' ενικ. | κατέφτασε | θα καταφτάσει | να καταφτάσει | |||
| α' πληθ. | καταφτάσαμε | θα καταφτάσουμε | να καταφτάσουμε | |||
| β' πληθ. | καταφτάσατε | θα καταφτάσετε | να καταφτάσετε | καταφτάστε | ||
| γ' πληθ. | κατέφτασαν καταφτάσαν(ε) |
θα καταφτάσουν(ε) | να καταφτάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καταφτάσει | είχα καταφτάσει | θα έχω καταφτάσει | να έχω καταφτάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καταφτάσει | είχες καταφτάσει | θα έχεις καταφτάσει | να έχεις καταφτάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καταφτάσει | είχε καταφτάσει | θα έχει καταφτάσει | να έχει καταφτάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταφτάσει | είχαμε καταφτάσει | θα έχουμε καταφτάσει | να έχουμε καταφτάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καταφτάσει | είχατε καταφτάσει | θα έχετε καταφτάσει | να έχετε καταφτάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταφτάσει | είχαν καταφτάσει | θα έχουν καταφτάσει | να έχουν καταφτάσει |
| |
Μεταφράσεις
καταφτάνω
|
Αναφορές
- καταφτάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.