καταφερτζού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταφερτζού οι καταφερτζούδες
      γενική της καταφερτζούς των καταφερτζούδων
    αιτιατική την καταφερτζού τις καταφερτζούδες
     κλητική καταφερτζού καταφερτζούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταφερτζού < καταφερτζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού (-τζού)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.feɾˈd͡zu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταφερτζού

Ουσιαστικό

καταφερτζού θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καταφερτζής

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καταφερτζού [1]

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.