καταφερτζού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταφερτζού | οι | καταφερτζούδες |
| γενική | της | καταφερτζούς | των | καταφερτζούδων |
| αιτιατική | την | καταφερτζού | τις | καταφερτζούδες |
| κλητική | καταφερτζού | καταφερτζούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταφερτζού < καταφερτζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού (-τζού)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.feɾˈd͡zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐φερ‐τζού
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καταφερτζής
καταφερτζού
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καταφερτζού [1]
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του καταφερτζής
Αναφορές
- -τζής -τζού -τζίδικο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.