κατατσακισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατατσακισμένος η κατατσακισμένη το κατατσακισμένο
      γενική του κατατσακισμένου της κατατσακισμένης του κατατσακισμένου
    αιτιατική τον κατατσακισμένο την κατατσακισμένη το κατατσακισμένο
     κλητική κατατσακισμένε κατατσακισμένη κατατσακισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατατσακισμένοι οι κατατσακισμένες τα κατατσακισμένα
      γενική των κατατσακισμένων των κατατσακισμένων των κατατσακισμένων
    αιτιατική τους κατατσακισμένους τις κατατσακισμένες τα κατατσακισμένα
     κλητική κατατσακισμένοι κατατσακισμένες κατατσακισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατατσακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατατσακίζω

Μετοχή

κατατσακισμένος, -η, -ο

  1. που έχει κοπεί σε πολλά κομμάτια
     συνώνυμα: καταθρυμματισμένος, κατακομματιασμένος
  2. που έχει κουραστεί υπερβολικά
  3.  συνώνυμα: κατακουρασμένος, καταπονημένος, καταβασανισμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.