κατασταλαχτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατασταλαχτός | η | κατασταλαχτή | το | κατασταλαχτό |
| γενική | του | κατασταλαχτού | της | κατασταλαχτής | του | κατασταλαχτού |
| αιτιατική | τον | κατασταλαχτό | την | κατασταλαχτή | το | κατασταλαχτό |
| κλητική | κατασταλαχτέ | κατασταλαχτή | κατασταλαχτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατασταλαχτοί | οι | κατασταλαχτές | τα | κατασταλαχτά |
| γενική | των | κατασταλαχτών | των | κατασταλαχτών | των | κατασταλαχτών |
| αιτιατική | τους | κατασταλαχτούς | τις | κατασταλαχτές | τα | κατασταλαχτά |
| κλητική | κατασταλαχτοί | κατασταλαχτές | κατασταλαχτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατασταλαχτός < κατασταλακτός με τροπή [kt] > [xt] για προσαρμογή στη δημοτική [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.sta.laˈxtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐στα‐λα‐χτός
Μεταφράσεις
κατασταλαχτός
|
Αναφορές
- κατασταλαχτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.