καλμάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλμάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική calmare < calma

Ρήμα

καλμάρω

  1. ηρεμώ, γαληνεύω
      Ο θυμός του γραμματικού είχε καλμάρει. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
  2. καταπραΰνω
      Κάνουμε τόπο να ξαπλώσει, του μιλούμε φιλικά, προσπαθούμε να καλμάρουμε τα νεύρα του. (Τάκης Αδάμος Ο όρκος του Μακρή [διήγημα])
  3. μειώνω ή μετριάζω την ένταση
  4. (για τη θάλασσα) γαληνεύω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.