καταπραϋμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταπραϋμένος | η | καταπραϋμένη | το | καταπραϋμένο |
| γενική | του | καταπραϋμένου | της | καταπραϋμένης | του | καταπραϋμένου |
| αιτιατική | τον | καταπραϋμένο | την | καταπραϋμένη | το | καταπραϋμένο |
| κλητική | καταπραϋμένε | καταπραϋμένη | καταπραϋμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταπραϋμένοι | οι | καταπραϋμένες | τα | καταπραϋμένα |
| γενική | των | καταπραϋμένων | των | καταπραϋμένων | των | καταπραϋμένων |
| αιτιατική | τους | καταπραϋμένους | τις | καταπραϋμένες | τα | καταπραϋμένα |
| κλητική | καταπραϋμένοι | καταπραϋμένες | καταπραϋμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
καταπραϋμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.