καταπιεζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταπιεζόμενος | η | καταπιεζόμενη | το | καταπιεζόμενο |
| γενική | του | καταπιεζόμενου | της | καταπιεζόμενης | του | καταπιεζόμενου |
| αιτιατική | τον | καταπιεζόμενο | την | καταπιεζόμενη | το | καταπιεζόμενο |
| κλητική | καταπιεζόμενε | καταπιεζόμενη | καταπιεζόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταπιεζόμενοι | οι | καταπιεζόμενες | τα | καταπιεζόμενα |
| γενική | των | καταπιεζόμενων | των | καταπιεζόμενων | των | καταπιεζόμενων |
| αιτιατική | τους | καταπιεζόμενους | τις | καταπιεζόμενες | τα | καταπιεζόμενα |
| κλητική | καταπιεζόμενοι | καταπιεζόμενες | καταπιεζόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.pi.eˈzo.me.nos/
Μεταφράσεις
καταπιεζόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.