καταπέφτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταπέφτω < μεσαιωνική ελληνική καταπέφτω < αρχαία ελληνική καταπίπτω < κατά + πίπτω
Ρήμα
καταπέφτω
- (κυριολεκτικά) πέφτω κάτω
- ※ Ο ίδιος υποστηρίζει ότι στις περιπτώσεις υποξίας, οι επιβαίνοντες χάνουν τις αισθήσεις τους και τα αεροσκάφη συνεχίζουν να πετούν ακυβέρνητα και καταπέφτουν, όταν τελειώσουν τα καύσιμά τους. (εφ. Ελευθεροτυπία, 26/3/2014)
- άλλες μορφές: καταπίπτω
- (μεταφορικά) χάνω τις δυνάμεις μου, νιώθω όλο και πιο αδύναμος
- ※ Θυμάμαι και εγώ πώς ένιωσα όταν είδα τη γιαγιά μου να καταπέφτει. Εμείς οι νέοι δυσκολευόμαστε να το αποδεχτούμε αυτό. (εφ. Ελευθεροτυπία, 14/11/2010)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.