κατανοημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατανοημένος η κατανοημένη το κατανοημένο
      γενική του κατανοημένου της κατανοημένης του κατανοημένου
    αιτιατική τον κατανοημένο την κατανοημένη το κατανοημένο
     κλητική κατανοημένε κατανοημένη κατανοημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατανοημένοι οι κατανοημένες τα κατανοημένα
      γενική των κατανοημένων των κατανοημένων των κατανοημένων
    αιτιατική τους κατανοημένους τις κατανοημένες τα κατανοημένα
     κλητική κατανοημένοι κατανοημένες κατανοημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

κατανοημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.