καταναλωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταναλωτής οι καταναλωτές
      γενική του καταναλωτή των καταναλωτών
    αιτιατική τον καταναλωτή τους καταναλωτές
     κλητική καταναλωτή καταναλωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταναλωτής < καταναλώνω + -τής

Ουσιαστικό

καταναλωτής αρσενικό (θηλυκό: καταναλώτρια)

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.