καταναλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταναλωμένος η καταναλωμένη το καταναλωμένο
      γενική του καταναλωμένου της καταναλωμένης του καταναλωμένου
    αιτιατική τον καταναλωμένο την καταναλωμένη το καταναλωμένο
     κλητική καταναλωμένε καταναλωμένη καταναλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταναλωμένοι οι καταναλωμένες τα καταναλωμένα
      γενική των καταναλωμένων των καταναλωμένων των καταναλωμένων
    αιτιατική τους καταναλωμένους τις καταναλωμένες τα καταναλωμένα
     κλητική καταναλωμένοι καταναλωμένες καταναλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καταναλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καταναλώνω, καταναλώνομαι

Μετοχή

καταναλωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.