καταμουντζουρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταμουντζουρωμένος η καταμουντζουρωμένη το καταμουντζουρωμένο
      γενική του καταμουντζουρωμένου της καταμουντζουρωμένης του καταμουντζουρωμένου
    αιτιατική τον καταμουντζουρωμένο την καταμουντζουρωμένη το καταμουντζουρωμένο
     κλητική καταμουντζουρωμένε καταμουντζουρωμένη καταμουντζουρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταμουντζουρωμένοι οι καταμουντζουρωμένες τα καταμουντζουρωμένα
      γενική των καταμουντζουρωμένων των καταμουντζουρωμένων των καταμουντζουρωμένων
    αιτιατική τους καταμουντζουρωμένους τις καταμουντζουρωμένες τα καταμουντζουρωμένα
     κλητική καταμουντζουρωμένοι καταμουντζουρωμένες καταμουντζουρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

καταμουντζουρωμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.