καταμερισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταμερισμένος | η | καταμερισμένη | το | καταμερισμένο |
| γενική | του | καταμερισμένου | της | καταμερισμένης | του | καταμερισμένου |
| αιτιατική | τον | καταμερισμένο | την | καταμερισμένη | το | καταμερισμένο |
| κλητική | καταμερισμένε | καταμερισμένη | καταμερισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταμερισμένοι | οι | καταμερισμένες | τα | καταμερισμένα |
| γενική | των | καταμερισμένων | των | καταμερισμένων | των | καταμερισμένων |
| αιτιατική | τους | καταμερισμένους | τις | καταμερισμένες | τα | καταμερισμένα |
| κλητική | καταμερισμένοι | καταμερισμένες | καταμερισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
καταμερισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.