sapsarı

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

sapsarı < (με αναδιπλασιασμό) sa-p- + sarı

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsɑp.sɑ.ɾɯ/

Επίθετο

sapsarı (tr)

  1. (επιτατικό επίθετο) κατακίτρινος, εντελώς κίτρινος, τελείως κίτρινος
  2. (επιτατικό επίθετο) κατάξανθος, εντελώς ξανθός, τελείως ξανθότριχος
  3. (επιτατικό επίθετο) κατάχλωμος, εντελώς χλωμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.