sapsarı
Τουρκικά (tr)
Ετυμολογία
- sapsarı < (με αναδιπλασιασμό) sa-p- + sarı
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsɑp.sɑ.ɾɯ/
Επίθετο
sapsarı (tr)
- (επιτατικό επίθετο) κατακίτρινος, εντελώς κίτρινος, τελείως κίτρινος
- (επιτατικό επίθετο) κατάξανθος, εντελώς ξανθός, τελείως ξανθότριχος
- (επιτατικό επίθετο) κατάχλωμος, εντελώς χλωμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.