καταιγιδοφόρα

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καταιγιδοφόρα ουδέτερο, ή θηλυκό του καταιγιδοφόρος

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταιγιδοφόρο
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του καταιγιδοφόρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.