καταδιωκόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταδιωκόμενος | η | καταδιωκόμενη | το | καταδιωκόμενο |
| γενική | του | καταδιωκόμενου | της | καταδιωκόμενης | του | καταδιωκόμενου |
| αιτιατική | τον | καταδιωκόμενο | την | καταδιωκόμενη | το | καταδιωκόμενο |
| κλητική | καταδιωκόμενε | καταδιωκόμενη | καταδιωκόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταδιωκόμενοι | οι | καταδιωκόμενες | τα | καταδιωκόμενα |
| γενική | των | καταδιωκόμενων | των | καταδιωκόμενων | των | καταδιωκόμενων |
| αιτιατική | τους | καταδιωκόμενους | τις | καταδιωκόμενες | τα | καταδιωκόμενα |
| κλητική | καταδιωκόμενοι | καταδιωκόμενες | καταδιωκόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
καταδιωκόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.