καστόρινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καστόρινος η καστόρινη το καστόρινο
      γενική του καστόρινου της καστόρινης του καστόρινου
    αιτιατική τον καστόρινο την καστόρινη το καστόρινο
     κλητική καστόρινε καστόρινη καστόρινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καστόρινοι οι καστόρινες τα καστόρινα
      γενική των καστόρινων των καστόρινων των καστόρινων
    αιτιατική τους καστόρινους τις καστόρινες τα καστόρινα
     κλητική καστόρινοι καστόρινες καστόρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καστόρινος < κάστορας + -ινος

Επίθετο

καστόρινος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.