καστόρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καστόρ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική castor < λατινική castor < αρχαία ελληνική κάστωρ (αντιδάνειο). Συγκρίνετε με τον τύπο καστόρι [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈstor/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καστόρ
τονικό παρώνυμο: Κάστωρ

Επίθετο

καστόρ άκλιτο

Ουσιαστικό

καστόρ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.