καστόρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καστόρ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική castor < λατινική castor < αρχαία ελληνική κάστωρ (αντιδάνειο). Συγκρίνετε με τον τύπο καστόρι [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈstor/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐στόρ
- τονικό παρώνυμο: Κάστωρ
Μεταφράσεις
καστόρ
|
Αναφορές
- καστόρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.