φουφού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φουφού | οι | φουφούδες |
| γενική | της | φουφούς | των | φουφούδων |
| αιτιατική | τη | φουφού | τις | φουφούδες |
| κλητική | φουφού | φουφούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τετραγωνική φουφού
Ετυμολογία
- φουφού < ίσως από παλιότερη τουρκική λέξη fufu ή από παραφθορά του βενετικού fogo
Ουσιαστικό
φουφού θηλυκό
- πύραυνος, μαγκάλι, φορητή μεταλλική ή πήλινη κυλινδρική συνήθως κατασκευή με τρία ή τέσσερα στηρίγματα, μέσα στην οποία βάζουν κάρβουνα για μαγείρεμα
- ↪ η φουφού του καστανά
- ※ Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δέντρα, το φαΐ στη φουφού, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους και βάλθηκαν να τρέχουν κυνηγημένοι'
- Διδώ Σωτηρίου (1976). Μέσα στις φλόγες [μυθιστόρημα] "Οι πρόσφυγες" ebooks.edu.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.