ξεκαρφιτσώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεκαρφιτσώνω< ξε- + καρφιτσώνω

Ρήμα

ξεκαρφιτσώνω

  1. αφαιρώ τις καρφίτσες ή τις πινέζες από κάπου
  2. (συνεκδοχικά) αφαιρώ κάτι που είναι καρφιτσωμένο

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.