καρυοφύλλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καρυοφύλλι | τα | καρυοφύλλια |
| γενική | του | καρυοφυλλιού | των | καρυοφυλλιών |
| αιτιατική | το | καρυοφύλλι | τα | καρυοφύλλια |
| κλητική | καρυοφύλλι | καρυοφύλλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρυοφύλλι < ελληνιστική κοινή καρυόφυλλον < αρχαία ελληνική κάρυον + φύλλον → δείτε και τη λέξη καριοφίλι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾi.oˈfi.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρυ‐ο‐φύλ‐λι
Ουσιαστικό
καρυοφύλλι ουδέτερο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾi̯oˈfi.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρυ‐ο‐φύλ‐λι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.