καρυόφυλλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρυόφυλλο τα καρυόφυλλα
      γενική του καρυόφυλλου των καρυόφυλλων
    αιτιατική το καρυόφυλλο τα καρυόφυλλα
     κλητική καρυόφυλλο καρυόφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρυόφυλλο < (ελληνιστική κοινή) καρυόφυλλον

Ουσιαστικό

καρυόφυλλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.