καρτούν

Νέα ελληνικά (el)

κατσικάκι σε καρτούν

Ετυμολογία

καρτούν < (άμεσο δάνειο) αγγλική cartoon < γαλλική carton < ιταλική cartone, μεγεθυντικό του carta < λατινική carta < αρχαία ελληνική χάρτης (αντιδάνειο) < χαράσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰer- ‎(χαράσσω)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾˈtun/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρτούν

Ουσιαστικό

καρτούν ουδέτερο άκλιτο

  1. (κινηματογράφος) σχέδιο ή ζωγραφιά που μαζί με άλλα δημιουργούν μια ταινία κινούμενων σχεδίων και (κατ’ επέκταση) η ίδια η ταινία κινούμενων σχεδίων
  2. (τέχνη) σχέδιο ή ζωγραφιά που μαζί με άλλα δημιουργούν μια κωμική ιστορία ή σχόλιο σε έντυπη μορφή

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις χάρτης και χαρτί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.