καρτούν
Νέα ελληνικά (el)

κατσικάκι σε καρτούν
Ετυμολογία
- καρτούν < (άμεσο δάνειο) αγγλική cartoon < γαλλική carton < ιταλική cartone, μεγεθυντικό του carta < λατινική carta < αρχαία ελληνική χάρτης (αντιδάνειο) < χαράσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰer- (χαράσσω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾˈtun/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐τούν
Ουσιαστικό
καρτούν ουδέτερο άκλιτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.