καρτουνίστικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καρτουνίστικος | η | καρτουνίστικη | το | καρτουνίστικο |
| γενική | του | καρτουνίστικου | της | καρτουνίστικης | του | καρτουνίστικου |
| αιτιατική | τον | καρτουνίστικο | την | καρτουνίστικη | το | καρτουνίστικο |
| κλητική | καρτουνίστικε | καρτουνίστικη | καρτουνίστικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καρτουνίστικοι | οι | καρτουνίστικες | τα | καρτουνίστικα |
| γενική | των | καρτουνίστικων | των | καρτουνίστικων | των | καρτουνίστικων |
| αιτιατική | τους | καρτουνίστικους | τις | καρτουνίστικες | τα | καρτουνίστικα |
| κλητική | καρτουνίστικοι | καρτουνίστικες | καρτουνίστικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.