καρτοθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρτοθήκη οι καρτοθήκες
      γενική της καρτοθήκης των καρτοθηκών
    αιτιατική την καρτοθήκη τις καρτοθήκες
     κλητική καρτοθήκη καρτοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρτοθήκη < κάρτ(α) + -ο- + -θήκη

Ουσιαστικό

καρτοθήκη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.