καρουλιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καρουλιάζω <
  1. καρούλι
  2. καρούλα

Ρήμα

καρουλιάζω

  1. τυλίγω με το χέρι ή με μηχάνημα κάποιο νήμα σε καρούλι

Ρήμα

καρουλιάζω

  1. βγάζω καρούλες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.