reel

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
reel reels

Ουσιαστικό

reel (en)

  1. το καρούλι, ο τυλικτήρας, στο οποίο τυλίγεται και ξετυλίγεται καλώδιο, λάστιχο, σχοινί ή άλλο παρόμοιο αντικείμενο
    fire hose reel and fire extinguisher - τυλικτήρας νερού και πυροσβεστήρας
  2. η μπομπίνα κινηματογραφικού φιλμ

  • Reel στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.