reel
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| reel | reels |
Ουσιαστικό
reel (en)
- το καρούλι, ο τυλικτήρας, στο οποίο τυλίγεται και ξετυλίγεται καλώδιο, λάστιχο, σχοινί ή άλλο παρόμοιο αντικείμενο
- ↪ fire hose reel and fire extinguisher - τυλικτήρας νερού και πυροσβεστήρας
- η μπομπίνα κινηματογραφικού φιλμ
-
Reel στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.