καρικώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καρικώνω < (άμεσο δάνειο) ιταλική carico < caricare < υστερολατινική caricare < carrico < λατινική carrus < γαλατική karros < πρωτοκελτική *karros (κάρο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kr̥s-o- < *ḱers- (τρέχω)
Ρήμα
καρικώνω (παθητική φωνή: καρικώνομαι)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καρικώνω | καρίκωνα | θα καρικώνω | να καρικώνω | καρικώνοντας | |
| β' ενικ. | καρικώνεις | καρίκωνες | θα καρικώνεις | να καρικώνεις | καρίκωνε | |
| γ' ενικ. | καρικώνει | καρίκωνε | θα καρικώνει | να καρικώνει | ||
| α' πληθ. | καρικώνουμε | καρικώναμε | θα καρικώνουμε | να καρικώνουμε | ||
| β' πληθ. | καρικώνετε | καρικώνατε | θα καρικώνετε | να καρικώνετε | καρικώνετε | |
| γ' πληθ. | καρικώνουν(ε) | καρίκωναν καρικώναν(ε) |
θα καρικώνουν(ε) | να καρικώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καρίκωσα | θα καρικώσω | να καρικώσω | καρικώσει | ||
| β' ενικ. | καρίκωσες | θα καρικώσεις | να καρικώσεις | καρίκωσε | ||
| γ' ενικ. | καρίκωσε | θα καρικώσει | να καρικώσει | |||
| α' πληθ. | καρικώσαμε | θα καρικώσουμε | να καρικώσουμε | |||
| β' πληθ. | καρικώσατε | θα καρικώσετε | να καρικώσετε | καρικώστε | ||
| γ' πληθ. | καρίκωσαν καρικώσαν(ε) |
θα καρικώσουν(ε) | να καρικώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καρικώσει | είχα καρικώσει | θα έχω καρικώσει | να έχω καρικώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καρικώσει | είχες καρικώσει | θα έχεις καρικώσει | να έχεις καρικώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καρικώσει | είχε καρικώσει | θα έχει καρικώσει | να έχει καρικώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καρικώσει | είχαμε καρικώσει | θα έχουμε καρικώσει | να έχουμε καρικώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καρικώσει | είχατε καρικώσει | θα έχετε καρικώσει | να έχετε καρικώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καρικώσει | είχαν καρικώσει | θα έχουν καρικώσει | να έχουν καρικώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.