κένταυρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κένταυρος | οι | κένταυροι |
| γενική | του | κένταυρου & κενταύρου |
των | κένταυρων & κενταύρων |
| αιτιατική | τον | κένταυρο | τους | κένταυρους & κενταύρους |
| κλητική | κένταυρε | κένταυροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κένταυρος αρσενικό
- μυθικό ον με πόδια αλόγου και σώμα ανθρώπου
- (αστρονομία) αστεροειδής με τροχιά μεταξύ του Δία και του Ποσειδώνα
Μεταφράσεις
κένταυρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
