καραμπινιέρος

 δείτε τη λέξη καρμπονάρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καραμπινιέρος οι καραμπινιέροι
      γενική του καραμπινιέρου των καραμπινιέρων
    αιτιατική τον καραμπινιέρο τους καραμπινιέρους
     κλητική καραμπινιέρε καραμπινιέροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ιταλοί καραμπινιέροι

Ετυμολογία

καραμπινιέρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική carabiniere < γαλλική carabinier < carabine < carabin

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾa.biˈɲe.ɾos/

Ουσιαστικό

καραμπινιέρος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.