αραβίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αραβίδα | οι | αραβίδες |
| γενική | της | αραβίδας | των | αραβίδων |
| αιτιατική | την | αραβίδα | τις | αραβίδες |
| κλητική | αραβίδα | αραβίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αραβίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀραβίς [1][2] < Ἀραβίς < (ελληνιστική κοινή) Ἄραψ. Πιθανόν, για τον τρόπο που έφεραν το όπλο οι άραβες (στον δεξιό ώμο).[3] Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀραβίς.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾaˈvi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βί‐δα
Ουσιαστικό
αραβίδα θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) κοντό, βραχύκαννο ελαφρύ τουφέκι
- ※ Χτύπησε με την αραβίδα ένα λαγό, άναψε φωτιά, τον έψησε πρωτόγονα και τον έφαγε. (Μ. Καραγάτσης Με τον Καραβέλη στον Όλυμπο (1935) [διήγημα])
- → δείτε και τη λέξη καραμπίνα
Αναφορές
- αραβίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ἀραβίς σελ.912 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.