καραμελιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καραμελιασμένος | η | καραμελιασμένη | το | καραμελιασμένο |
| γενική | του | καραμελιασμένου | της | καραμελιασμένης | του | καραμελιασμένου |
| αιτιατική | τον | καραμελιασμένο | την | καραμελιασμένη | το | καραμελιασμένο |
| κλητική | καραμελιασμένε | καραμελιασμένη | καραμελιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καραμελιασμένοι | οι | καραμελιασμένες | τα | καραμελιασμένα |
| γενική | των | καραμελιασμένων | των | καραμελιασμένων | των | καραμελιασμένων |
| αιτιατική | τους | καραμελιασμένους | τις | καραμελιασμένες | τα | καραμελιασμένα |
| κλητική | καραμελιασμένοι | καραμελιασμένες | καραμελιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
καραμελιασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καραμελιάζω
- άλλες μορφές: καραμελωμένος
Μεταφράσεις
καραμελιασμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.