καραβιώτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καραβιώτικος η καραβιώτικη το καραβιώτικο
      γενική του καραβιώτικου της καραβιώτικης του καραβιώτικου
    αιτιατική τον καραβιώτικο την καραβιώτικη το καραβιώτικο
     κλητική καραβιώτικε καραβιώτικη καραβιώτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καραβιώτικοι οι καραβιώτικες τα καραβιώτικα
      γενική των καραβιώτικων των καραβιώτικων των καραβιώτικων
    αιτιατική τους καραβιώτικους τις καραβιώτικες τα καραβιώτικα
     κλητική καραβιώτικοι καραβιώτικες καραβιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καραβιώτικος < Καραβιώτ(ης) + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈvʝo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καραβιώτικος

Επίθετο

καραβιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με οικισμό με όνομα Καραβάς ή τους κατοίκους του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.