Καραβάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καραβάς οι Καραβάδες
      γενική του Καραβά των Καραβάδων
    αιτιατική τον Καραβά τους Καραβάδες
     κλητική Καραβά Καραβάδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς - κλίση: ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καραβάς < καραβάς

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈvas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καραβάς

Κύριο όνομα

Καραβάς αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Καραβά)
  2. δήμος της Κύπρου στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της (Επαρχία Κερύνειας).
  3. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  4. λόφος και συνοικία του Πειραιά[1]

Συγγενικά

Μεταγραφές

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)

Αναφορές

  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.