παλιά καραβάνα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παλιά καραβάνα < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
παλιά καραβάνα θηλυκό
- χαρακτηρισμός κάποιου που έχει μακρόχρονη εμπειρία σε ένα αντικείμενο
- (συνεκδοχικά) χαρακτηρισμός κάποιου που παραμένει προσηλωμένος στους παλιούς τρόπους και συστήματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.