παλιά καραβάνα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παλιά καραβάνα < λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος

παλιά καραβάνα θηλυκό

  1. χαρακτηρισμός κάποιου που έχει μακρόχρονη εμπειρία σε ένα αντικείμενο
  2. (συνεκδοχικά) χαρακτηρισμός κάποιου που παραμένει προσηλωμένος στους παλιούς τρόπους και συστήματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.