καπνικόν

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπνικόν τα καπνικά
      γενική του καπνικού των καπνικών
    αιτιατική το καπνικόν τα καπνικά
     κλητική καπνικόν καπνικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνικόν < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καπνικόν < αρχαία ελληνική καπνός (από τoν καπνό που έβγαινε από την εστία κάθε κατοικίας ή νοικοκυριού)

Ουσιαστικό

καπνικόν ουδέτερο

  • ιστορία, οικονομία) ειδικός φόρος στο Βυζάντιο -βάραινε κάθε νοικοκυριό και ενίοτε και ιδρύματα, αλλά πιθανόν να αφορούσε κυρίως αγροτικά νοικοκυριά και όχι αστικά

Συγγενικά

  • καπνικάριος
  •  δείτε τη λέξη καπνός

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.