καπνικόν
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καπνικόν | τα | καπνικά |
| γενική | του | καπνικού | των | καπνικών |
| αιτιατική | το | καπνικόν | τα | καπνικά |
| κλητική | καπνικόν | καπνικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καπνικόν < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καπνικόν < αρχαία ελληνική καπνός (από τoν καπνό που έβγαινε από την εστία κάθε κατοικίας ή νοικοκυριού)
Ουσιαστικό
καπνικόν ουδέτερο
Συγγενικά
- καπνικάριος
- → δείτε τη λέξη καπνός
Μεταφράσεις
καπνικόν
|
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- καπνικόν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.