καπετανάτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπετανάτο τα καπετανάτα
      γενική του καπετανάτου των καπετανάτων
    αιτιατική το καπετανάτο τα καπετανάτα
     κλητική καπετανάτο καπετανάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπετανάτο < καπετάνιος + -άτο

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.pe.taˈna.to/

Ουσιαστικό

καπετανάτο ουδέτερο

  1. (ιστορία) περιοχή στην οποία είχε δικαιοδοσία ένας καπετάνιος
  2. (ιστορία) (κατ’ επέκταση) η δικαιοδοσία ή η εξουσία που είχε ένας καπετάνιος
  3. (μεταφορικά) η εξουσία ή η δικαιοδοσία κάποιου και η επιβολή του σε άλλους

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.