καπετανάτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καπετανάτο | τα | καπετανάτα |
| γενική | του | καπετανάτου | των | καπετανάτων |
| αιτιατική | το | καπετανάτο | τα | καπετανάτα |
| κλητική | καπετανάτο | καπετανάτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καπετανάτο < καπετάνιος + -άτο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.pe.taˈna.to/
Ουσιαστικό
καπετανάτο ουδέτερο
- (ιστορία) περιοχή στην οποία είχε δικαιοδοσία ένας καπετάνιος
- (ιστορία) (κατ’ επέκταση) η δικαιοδοσία ή η εξουσία που είχε ένας καπετάνιος
- (μεταφορικά) η εξουσία ή η δικαιοδοσία κάποιου και η επιβολή του σε άλλους
Συνώνυμα
- καπετανλίκι (λαϊκότροπο)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καπετάνιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.