καπετάνισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπετάνισσα οι καπετάνισσες
      γενική της καπετάνισσας των καπετανισσών
    αιτιατική την καπετάνισσα τις καπετάνισσες
     κλητική καπετάνισσα καπετάνισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπετάνισσα < καπετάνιος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

καπετάνισσα θηλυκό

  1. (επάγγελμα) η γυναίκα καπετάνιος
  2. η σύζυγος καπετάνιου
  3. (ιδιωματικό) δυναμική γυναίκα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.