καύσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καύσος οι καύσοι
      γενική του καύσου των καύσων
    αιτιατική τον καύσο τους καύσους
     κλητική καύσε καύσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καύσος < αρχαία ελληνική καῦσος < καίω

Ουσιαστικό

καύσος αρσενικό

  1. (ιατρική) η καούρα
  2. καύσωνας

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη καίω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.