καντούνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καντούνι | τα | καντούνια |
| γενική | του | καντουνιού | των | καντουνιών |
| αιτιατική | το | καντούνι | τα | καντούνια |
| κλητική | καντούνι | καντούνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καντούνι < μεσαιωνική ελληνική καντούνι < βενετική canton + -ι[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kanˈdu.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ντού‐νι
Ουσιαστικό

Καντούνι στην πόλη της Κέρκυρας
καντούνι ουδέτερο
- (κυπριακά) η στροφή, η καμπή του δρόμου
- (επτανησιακά ιδιώματα) στενός δρόμος, σοκάκι
- ※ Κέρκυρα Κέρκυρα με το Ποντικονήσι / Με τα καντούνια τα στενά, που τα 'χω σεργιανίσει (Κέρκυρα Κέρκυρα, στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος, μουσική: Γιώργος Κατσαρός, πρώτη εκτέλεση: Ρένα Βλαχοπούλου, 1972)
Αναφορές
- καντούνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.