καντηλανάφτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καντηλανάφτισσα | οι | καντηλανάφτισσες |
| γενική | της | καντηλανάφτισσας | των | καντηλαναφτισσών |
| αιτιατική | την | καντηλανάφτισσα | τις | καντηλανάφτισσες |
| κλητική | καντηλανάφτισσα | καντηλανάφτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καντηλανάφτισσα < θηλυκό του καντηλανάφτης
Μεταφράσεις
καντηλανάφτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.