τοξικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοξικότητα οι τοξικότητες
      γενική της τοξικότητας των τοξικοτήτων
    αιτιατική την τοξικότητα τις τοξικότητες
     κλητική τοξικότητα τοξικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοξικότητα < τοξικός + -ότητα

Ουσιαστικό

τοξικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του τοξικού
  2. ο βαθμός στον οποίο κάτι είναι τοξικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.