ούτε
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ούτε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική οὔτε
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈu.te/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ού‐τε
Σύνδεσμος
ούτε συμπλεκτικός σύνδεσμος
- συνδέει παρατακτικά δύο όρους (λέξεις, προτάσεις) σε μια αρνητική, αποφατική πρόταση
- ↪ Δεν μιλάω ούτε γαλλικά, ούτε γερμανικά. Μόνο αγγλικά
- (εμφατικό)
- με το και
- ↪ Δε θα τους ειδοποιήσω πως δε θα πάω, ούτε και θα τηλεφωνήσω
- με το καν
- ↪ Ούτε καν μου πέρασε απ' το μυαλό τέτοιο πράγμα.
- με επανάληψη και δύο αντίθετες έννοιες (δείτε #Εκφράσεις
- ↪ Φρακάραμε στο μποτιλιάρισμα. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Ακινησία.
- με το και
- καθόλου
- ↪ ούτε μια στιγμή, ούτ' ένα λεπτό
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- ούτε λόγος
- μην το πεις ούτε του παπά
- ούτε γάτα, ούτε ζημιά
- ούτε κρύο, ούτε ζέστη
- ούτε φωνή, ούτε ακρόαση
- ούτε ψύλλος στον κόρφο του
Μεταφράσεις
Πηγές
- ούτε - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.