καμμιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | καμμιά | |||
| γενική | καμμιάς | |||
| αιτιατική | καμμιά | |||
| κλητική | — | |||
| Αντωνυμίες στο Παράρτημα | ||||
Ετυμολογία
- καμμιά < μεσαιωνική ελληνική καμία / καμμία < κἄν + μία
Μεταφράσεις
καμμιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.