καν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κἄν < αρχαία ελληνική κἄν < καί ἄν (ακόμα και)

Σύνδεσμος

καν

Σημειώσεις

Το καν σε σύνθεση. Από την ελληνιστική περίοδο και μετά, το αρχαίο εμφατικό κἄν υπάρχει πλέον σε σύνθετα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ένρινης προφοράς στη σύνθεση καν+π > έχουμε τον τύπο κα- αντί του αναμενόμενου καμπ-. Έτσι δημιουργήθηκαν:

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.